- ἐξέπληξεν
- ἐκπλήσσωstrike out ofaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπίμπλημι — ἐκπίμπλημι (Α) 1. γεμίζω εντελώς («κρατῆρα ἐξέπληξεν», Ευρ.) 2. χορταίνω 3. εκπληρώνω («Πολυκράτης μὲν νῡν ἐξέπλησε μοῑραν τὴν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 4. αποτίνω 5. συμπληρώνω, τελειώνω … Dictionary of Greek